-
1 Prefer
v. trans.Prefer an accusation: P. γραφὴν ἀποφέρειν (Dem. 423).Prefer one thing to another: P. and V. αἱρεῖσθαί (τι ἀντί τινος), P. (τι μᾶλλον ἤ τι), V. (τι πρόσθε τινός) (Eur., Hel. 952), προτιθέναι (or mid. in V.) (τί τινος) (Thuc. 3, 39), V. (τί ἀντί τινος or τι πάρος τινος), P. προτιμᾶν (τί τινος or τι ἀντί τινος), προαιρεῖσθαι (τί τινος or τι πρό τινος), V. προλαμβάνειν (τι πρό τινος).Prefer war to peace: P. πόλεμον ἀντʼ εἰρήνης μεταλαμβάνειν (Thuc. 1, 120).Prefer Aphrodite to Bacchus: V. τὴν Ἀφροδίτην πρόσθʼ ἄγειν τοῦ Βακχίου (Eur., Bacch. 225).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prefer
-
2 Screen
subs.P προκάλυμμα, τό, παραφράγματα, τα, P. and V. πρόβλημα, τό.met., cloak: P. προκάλυμμα, τό, παραπέτασμα, τό.Pretext, excuse: P. and V. πρόσχημα, τό, πρόβλημα, τό.——————v. trans.Put as a screen in front: P. and V. προκαλύπτεσθαί (τί τινος or P. τι πρό τινος).Hide: P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.), ἀμπέχειν, ἀμπίσχειν, συναμπέχειν; see Hide.Defend: P. and V. προστατεῖν (gen.), προΐστασθαι (gen.).( We saw) the king himself holding his hand over his face to screen his eyes: V. ἄνακτα δʼ αὐτὸν ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρʼ ἀντέχοντα κρατός (Soph., O.C. 1650).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Screen
-
3 Take
v. trans.Be taken: P. and V. ἁλίσκεσθαι.Help in taking: P. and V. συνεξαιρεῖν (acc.).Lead: P. and V. ἄγειν.Seize: P. and V. λαμβάνειν, ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, συναρπάζειν, V. καθαρπάζειν, συμμάρπτειν (Eur., Cycl.), Ar. and V. μάρπτειν, συλλαμβάνειν; see Seize.Hire: Ar. and P. μισθοῦσθαι.This ( cloak) has taken easily a talent's worth of wool: Ar. αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε ῥᾳδίως (Vesp. 1146).Take the road leading to Thebes: P. τὴν εἰς Θήβας φέρουσαν ὁδὸν χωρεῖν (Thuc. 3, 24).Take in thought, apprehend: P. καταλαμβάνειν, P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), συνιέναι (acc. or gen.); see Grasp.Take advantage of, turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Enjoy: P. and V. ἀπολαύειν (gen.).Get the advantage of: P. πλεονεκτεῖν (gen.).Take after, resemble: P. and V. ἐοικέναι (dat.) (rare P.), ὁμοιοῦσθαι (dat.), ἐξομοιοῦσθαι (dat.); see Resemble.Take arms: see take up arms.Take away: P. and V. ἀφαιρεῖν (or mid.), παραιρεῖν (or mid.), ἐξαιρεῖν (or mid.), V. ἐξαφαιρεῖσθαι; see also Deprive.Take away besides: P. προσαφαιρεῖσθαι.Take care, take care of: see under Care.Reduce in bulk: P. and V. ἰσχναίνειν (Plat.).Take effect, gain one's end: P. ἐπιτυγχάνειν.Be in operation: use P. ἐνεργὸς εἶναι.Take for, assume to be so and so: P. ὑπολαμβάνειν (acc.).Take from: see take away.Detract from: P. ἐλασσοῦν (gen.).Take heart: P. and V. θαρσεῖν, θρασύνεσθαι, V. θαρσύνειν, P. ἀναρρωσθῆναι (aor. pass. of ἀναρρωννύναι).Take hold of: see Seize.Furl: Ar. συστέλλειν, V. στέλλειν, καθιέναι.Cheat: see Cheat.Take in hand: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (dat.), ἅπτεσθαι (gen.), ἀναιρεῖσθαι (acc.), αἴρεσθαι (acc.).Take in preference: V. προλαμβάνειν (τι πρό τινος); see Prefer.Take notice: see Notice.Take off, strip off: P. περιαιρεῖν.From oneself: P. and V. ἐκδύειν.Let one quickly take off my shoes: V. ὑπαί τις ἀρβύλας λύοι τάχος (Æsch., Ag. 944).Parody: Ar. and P. κωμῳδεῖν (acc.).Are these men to take on themselves the results of your brutality and evil-doing? P. οὗτοι τὰ τῆς σῆς ἀναισθησίας καὶ πονηρίας ἔργα ἐφʼ αὑτοὺς ἀναδέξωνται; (Dem. 613).Pick out: P. and V. ἐξαιρεῖν.Extract: P. and V. ἐξέλκειν (Plat. but rare P.).Take part in: see under Part.Take place: see under Place.Take root: P. ῥιζοῦσθαι (Xen.).Take the field: see under Field.Take time: see under Time.Take to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι (πρός, acc. or εἰς, acc.).Take to flight: see under Flight.When the Greeks took more to the sea: P. ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐπλώιζον (Thuc. 3, 24).Take a fancy to: P. φιλοφρονεῖσθαι (acc.) (Plat.).Take to heart: P. ἐνθύμιόν τι ποιεῖσθαι.Be vexed at: P. and V. ἄχθεσθαι (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.), V. πικρῶς φέρειν (acc.); see be vexed, under Vex.Take to wife: P. λαμβάνειν (acc.); see Marry.Take up: P. and V. ἀναιρεῖσθαι, P. ἀναλαμβάνειν.Resume: P. ἀναλαμβάνειν, ἐπαναλαμβάνειν.Succeed to: P. διαδέχεσθαι (acc.).Take in hand: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (or dat.), ἅπτεσθαι (gen.), αἴρεσθαι (acc.), ἀναιρεῖσθαι (acc.).Nor should we be able to useour whole force together since the protection of the walls has taken up a considerable part of our heavy-armed troops: P. οὐδὲ συμπάσῃ τῇ στρατιᾷ δυναίμεθʼ ἂν χρήσασθαι ἀπαναλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος τι τοῦ ὁπλιτικοῦ (Thuc. 7, 11).Take up arms: P. and V. πόλεμον αἴρεσθαι.Take up arms against: V. ὅπλα ἐπαίρεσθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Take
-
4 Give
v. trans.P. and V. διδόναι, νέμειν, δωρεῖσθαι (Plat.), παρέχειν, V. πορσύνειν, πορεῖν ( 2nd aor.), Ar. and V. ὀπάζειν.Confer: P. and V. προσφέρειν, προστιθέναι, P. ἀπονέμειν.Lend, afford: P. and V. ἐνδιδόναι.They would attack us in conjunction with the Sicilians whose alliance they would have given much to secure ere this: P. συνεπιθεῖντο ἂν μετὰ Σικελιωτῶν οὓς πρὸ πολλῶν ἂν ἐτιμήσαντο συμμάχους γενέσθαι ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ (Thuc. 6, 10; cf. also Dem. 299).Give away, fling away without return: P. and V. προπίνειν, P. προΐεσθαιGive away in marriage: P. and V. ἐκδίδοναι (or mid.).Give forth, emit: P. and V. ἀφιέναι, ἐξιέναι, ἀνιέναι, ἀναδιδόναι, ἐκβάλλειν, V. μεθιέναι, ἐξανιέναι, προπέμπειν, ἐκπέμπειν; see also Utter.Give in: P. ἀποφέρειν; v. intrans.: P. and V. ἐνδιδόναι; see give way.Give out: see Distribute, Announce.Fail, v. intrans.: P. and V. ἐκλείπειν, ἐλλείπειν, Ar. and V. λείπειν (rare P.), Ar. and P. ἐπιλείπειν.Give up ( for torture): P. ἐκδιδόναι.Relinquish: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), μεθιέναι, Ar. and V. μεθίεσθαι (gen.), V. διαμεθιέναι; see also Renounce.It is not yet seven years since I have given up sea-faring: P. οὔπω ἔτη ἐστὶν ἑπτὰ ἀφʼ οὗ τὸ πλεῖν καταλέλυκα (Dem. 893).Give oneself up for lost: P. προΐεσθαι ἑαυτόν (Thuc. 2, 51).Give way: P. and V. εἴκειν, ὑπείκειν, συγχωρεῖν, ἐκχωρεῖν, Ar. and P. παραχωρεῖν, ὑποχωρεῖν; see under Way.Give way to: P. and V. ἐνδιδόναι (dat.) (Eur., Tro. 687). συγχωρεῖν (dat.), εἴκειν (dat.), ὑπείκειν (dat.), Ar. and P. ὑποχωρεῖν (dat.), παραχωρεῖν (dat.), V. ἐκχωρεῖν (dat.), ἐξίστασθαι (dat.), προσχωρεῖν (dat.), P. ὑποκατακλίνεσθαι (dat.).Give play to: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Indulge: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.).Given, not asked: V. δωρητὸς οὐκ αἰτητός (Soph., O.R. 384).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Give
См. также в других словарях:
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek
εξαρκώ — (AM ἐξαρκώ, έω) 1. (για πράγμ.) είμαι αρκετός, επαρκώ, φτάνω («ὁ βίος μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῡ λόγου οὐκ ἐξαρκεῑν, Πλάτ.) 2. απρόσ. είναι αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», Ηρόδ.) 3. (για πρόσ.) αντέχω σε κάτι, είμαι αρκετά… … Dictionary of Greek
θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek